-
1 ἐξ-ετάζω
ἐξ-ετάζω, fut. ἐξετάσω, att. ἐξετῶ, B. A. 251, wie jetzt Isocr. 9, 34 gelesen wird; aor. dor. ἐξήταξα, Theocr. 14, 28; ausforschen, prüfen, ob Etwas wahr. gut, ächt sei, erproben; τινά, Theogn. 1010; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Soph. Ai. 583; neben ματεύω, O. C. 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσϑαι φίλος Eur. Alc. 1014; vom Mustern eines Heeres, στρατὸς ϑάσσει κἀξετάζεται Suppl. 391; so Thuc. 6, 97 u. Folgde; ἂν ἡ δύναμις τῆς πόλεως ἐξητασμένη καὶ παρεσκευασμένη ᾗ φανερά Dem. 14, 7; τὴν συμμαχίαν ἐξήταζον Thuc. 2, 7; πάσας εἰδέας ἐξήτασεν Ar. Th. 436; ἐξέταζε, τί καὶ πῶς λέγουσι Plat. Phaedr. 261 a; τὴν κολοκύντην ἐξήταζον, τίνος ἐστὶ γένους Epicrat. Ath. II, 59 v. 17; mit doppeltem acc., ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ Gorg. 515 b; neben ἐλέγχω, Apol. 29 e; bei den Rednern = gerichtlich Einen verhören, selbst von der Folter, οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους Dem. 45, 76; Pol. 15, 27, 7 ἐξετάσαι πᾶσαν προςτιϑέντα βάσανον; περί τινος, Plat. Legg. III, 685 a; τινὰ περί τινος, Einen worüber befragen, Phaedr. 258 d; – τινὰ πρός τινα, im Vergleich mit einem Andern Jemanden beurtheilen, abschätzen, πρὸς τοὺς ζῶντας τὸν ζῶντα ἐξέταζε Dem. 18, 318; πρὸς πλεονεξίαν τοὺς λογισμοὺς ἐξετάζων 6, 7 (wie Plut. Cat. min. 3 u. a. Sp.); ähnl. ἐξέτασον παρ' ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα 18, 265; vgl. Isocr. 8, 11 u. von Sp. D. Hal. 2, 17. – An die Bdtg des Musterns reiht sich die des Aufzählens, πρώτους ἐξετάσαι τοὺς ἐκ Κορίνϑου φυγόντας Dem. 20, 52, wie 58; pass., zu einer Zahl gerechnet werden, als Einer erfunden werden, καὶ τῶν ἐχϑρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο Dem. 19, 291; oft c. partic., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις, falls es sich zeigt, daß er nicht dabei war, Plat. Legg. VI, 764 a; οὐδενὸς πώποτε τούτων ἐξητάσϑης κατήγορος οὐδ' ἀγανακτῶν ὤφϑης Dem. 22, 66; λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα, ich zeigte mich als Einen, der immer das Rechte sagte, 18, 173; ähnl. μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσϑαι, unter den, d. h. als Einer, der Niemand Unrecht gethan hat, 19, 115; Sp., wie D. Hal. 6, 63; auch im act. mit partic., Pol. ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους 3, 79, 1; φίλων καὶ πελατῶν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις 6, 59; μετὰ τοῦ Καίσαρος, von Cäsars Partei sein, Plut.; vom Census, sich zu einer Klasse rechnen lassen, ἐν τοῖς ἱππικοῖς Pomp. 14.
-
2 ἐξετάζω
Aἐξετῶ Isoc.9.34
, cf. AB251: [tense] aor. , S.OC 211 (lyr.), etc., [dialect] Dor.ἐξήταξα Theoc.14.28
: [tense] pf. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.- ετασθήσομαι D.2.20
: [tense] aor. - ητάσθην (v. infr.): [tense] pf. - ήτασμαι (v. sub fin.):— examine well or closely, scrutinize, review,ἐ. φίλους, ὅντιν' ἔχουσι νόον Thgn.1016
, cf. Ar.l.c., etc.;τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐ. Th.2.7
;βίον αὐτοῦ πάντα ἐξετάσω D.21.21
; ; ἐ., opp. ὑπέχειν λόγον, Arist.Rh. 1354a5; τὸ δι' ἀκριβείας -αζόμενον exactly weighed words, Pl.Tht. 184c; ἐ. τι < διὰ> τῶν εἰδότων make inquiries into a thing from.., Plb.10.8.1: folld. by Relat.,ἐ. ὅστις ἦν D.45.82
;ἐ. τί καὶ πῶς λέγουσι Pl.Phdr. 261a
;ἐ. τινά, τίνος ἐστὶ γένους Epicr.11.17
.2 of troops, inspect, review, Th.7.33,35, etc.;στρατιώτας σὺν τοῖς ὅπλοις Hell.Oxy.10.1
:—[voice] Pass.,στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται E.Supp. 391
, cf. Th.6.97.3 ἐ. τὴν βουλήν, τὸ βουλευτικόν, = Lat. legere senatum, revise the roll of the Senate, D.C. 52.42, 54.13.4 examine, approve, PRev.Laws40.19 ([voice] Pass., iii B. C.), etc.5 pass in review, enumerate,ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐ. Isoc.7.63
, cf. D.20.52,58.II examine or question a person closely, Hdt.3.62, S.Aj. 586, OC 211;τινὰ περί τινος Pl.Phdr. 258d
; , X.Cyr.6.2.35;δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω D.21.154
, cf. 18.20;τὸν δεσπότην ὁ δοῦλος ἐξετάζει Id.45.76
:—[voice] Pass., Men.Epit. 65.III estimate, τι πρός τι one thing with reference to another, D.6.7;πρὸς ἐκείνους ἐ. καὶ παραβάλλειν ἐμέ Id.18.314
;ἰσοστάσιος ἦν ἡ πορφύρα πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Theopomp.Hist.114
, cf. Jul.Or. 3.119a;ἐ. τινὰ παρ' ἄλληλα D.18.265
, cf. Isoc.8.11; compare,πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτόν D.Ep.3.43
.IV prove by scrutiny or test, of gold, Chilo 1 ([voice] Pass.);ἐ. τοὺς κακούς τε κἀγαθούς X.Oec.20.14
;τοὺς χρησίμους D.34.38
: c. part.,ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους Plb.3.79.1
:—more freq. in [voice] Pass., ἐὰν μὴ παρὼν ἐ. unless he is proved to have been present, Pl.Lg. 764a; ; ἐξήτασαι πεποιηκώς ib.197; ἐξετάζεσθαι φίλος (sc. ὤν) E.Alc. 1011;ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος D.21.65
;κατήγορος Id.22.66
;μέτριοι ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Plu.2.74b
; of things, .V [voice] Pass., to be numbered, counted, c. gen.,ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι And.4.2
; to be found in the number of..,D.
19.291; μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο he appeared among.., Id.18.217;ἔν τισι D.H.6.59
; to be placed on a roll, ἐν τοῖς ἱππικοῖς among the Equites at Rome, Plu.Pomp.14; of the census, ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι πεντεκαίδεκα [μυριάδες] Id.caes.55.2 [voice] Pass., present oneself, appear, D.21.161;πρὸς τὸν ἄρχοντα.. οὐδέπω.. ἐξήτασται Id.37.46
, cf. 18.277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξετάζω
-
3 εξεταζω
(fut. ἐξετάσω и ἐξετῶ, aor. ἐξήτασα, pf. ἐξήτακα: pass.: pf. ἐξήτασμαι, aor. ἐξητάσθην)1) рассматривать, исследовать, испытывать(περί τινος Plat. и τι Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb.)
πρὸς τὸ πάνθ΄ ὑφ΄ ἑαυτῷ ποιήσασθαι τοὺς λογισμοὺς ἐ. Dem. — рассматривать все с точки зрения эгоистических целей2) воен. производить (о)смотр, осматривать(τέν συμμαχίαν Thuc.; τὸν στρατόν Plut.; ἥ δύναμις ἐξητασμένη Dem.)
3) (рас)спрашиватьἐάν τίς δε ταῦτα ἐξετάζῃ, τί ἐρεῖς ; Plat. — если кто-л. спросит тебя об этом, что ты ответишь?
4) подвергать допросу, допрашивать(ἐ. καὴ ἐλέγχειν τινά Plat.; οἰκέται ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζόμενοι Dem.)
5) сопоставлять, сравнивать(παρ΄ ἄλληλά τι καί τι Dem.; τοὺς λόγους παρ΄ ἀλλήλους Isocr.)
6) (путем исследования) устанавливать, обнаруживать, выявлять(τοὺς κακούς τε κἀγαθούς Xen.; τοὺς χρηοίμους τῷ δήμῳ Dem.)
τὰ ὀνείδη ἐξετασθήσεται Dem. — эти позорные деяния будут раскрыты;ἐὰν μέ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις Plat. — если окажется, что он не присутствовал на собраниях7) pass. (по)являться(πανταχοῦ Dem.)
8) обозревать, перечислять(τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.; τινάς Dem.)
9) pass. причисляться, относиться, принадлежать(τῶν ἐχθρῶν и μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων Dem.; ἐν τοῖς ἱππικοῖς Plut.)
-
4 ἐλλείπω
A leave in, μόνον.. ἐλλελειμμένον left in a race, S.El. 736; leave behind,οὐδ' ἐλλέλοιπας ἐλπίδα E.El. 609
;τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς A.R.1.515
.2 leave out, leave undone, freq. with neg. Pron. neut.,μηδὲν ἐ. ὅσων χρὴ πονεῖν S.Aj. 1379
;οὐδὲν ἐλλείψουσι.. χειρουργίας Ar.Lys. 673
;λέγε μηδὲν ἐλλείπων Pl.Plt. 269c
, cf. Ti. 17b, X.Mem.4.3.17;ἐ. τι τῶν νομίμων Id.Cyr.1.2.14
; τοῦτ' αὐτὸ ἐ. Pl.Plt. 267c, cf.R. 362d; ἔνια, σμικρά, Id.Cra. 431c, 431d, etc.:—[voice] Pass., Id.Phlb. 18d;τῆς προθυμίας οὐδὲν ἐλλέλειπται Lys.12.99
;εὑρήσει οὐδὲν ἐλλειφθέν D.18.303
.b fail to pay, leave unpaid,ἐλλελοιπότες εἰσφοράν Id.24.172
, cf. Arist. Ath.48.1;τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Plb.4.60.2
.3 intr., fall short, fail, ;ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει S.Ant. 584
(lyr.);ἤνπερ μὴ 'λλίπωσιν αἱ δίκαι Ar.Pl. 859
;ἐ. ἐν τῷ ἔργῳ Th.1.120
;τοῖς ἱππικοῖς Plb.15.3.5
; opp. περιγίγνεσθαι, Pl. Lg. 740d; opp. πλεονάζειν, Isoc.2.33; opp. ὑπερβάλλειν, Pl.Lg. 719d, Arist.EN 1108b18; fail in duty, X.HG7.5.8, Eq.8.5; τὸ ἐλλεῖπον [τῆς ἐπιστήμης] a deficiency of.., Th.6.69;τὸ ἐ. ἐκπληρώσατε X.Cyr.4.5.39
, etc.; to be too small, Id.Cyn.5.26; ἐλλείπων, ὁ, name of a throw of the dice, Eub.57.4.b Geom., fall short, χωρίῳ by an area, Pl.Men. 87a, cf. Euc.6.27, al.4 c. gen. rei, to be in want of, fall short of, lack,τὸν ἐλλείποντ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας A.Th.10
; ἐ. [χρημάτων] Th.1.80;τῆς δόξης Id.2.61
;τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα X.Hier.4.8
; τὸ τίμημα ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις ταλάντοις fell short of the 6000 by 200, Plb.2.62.7; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι so far does he fall short of feeling pain, Arist.EN 1108b5; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω (sc. τοῦ ταρβεῖν) A.Pr. 961: with a neg., προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις ib. 341, cf. Pl.Ti. 20c; : impers., ἐλλείπει πωμάτων there is lack of drink, Id.Lg. 844b; οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ ib. 740c;ὧν δ' ἐνέλειπε τῇ πόλει.. D.18.302
.5 c.gen.pers., to be inferior to, Pl.Alc.1.122c; ἐμπειρίᾳ μηδὲν ἐκείνων ἐ. Id.R. 484d: also c. gen. rei, τἀνθάδε τῶν ἐκεῖ ἐ. Id.Alc.1.122d.6 folld.by μή c.inf., τί γὰρ ἐ. μὴ παραπαίειν; in what does it fall short of madness? A.Pr. 1056 (anap.);οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ.. πυθέσθαι S.Tr.90
.7 c. part.,ὅτι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Pl.Phdr. 272b
; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν will not fail to give thanks, Decr. ap. D.18.92: abs., οἱ ἐλλείποντες defaulters, Id.22.44.8 of things, to be wanting or lacking to.., c.dat., X.Mem.2.1.8.II c. acc. pers., ἐλλείπει τινά τι something fails one, Plb.9.41.11;ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείπῃ τῶν ἐπιτηδείων Id.10.18.11
.III [voice] Pass., to be surpassed,ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν X.Mem.2.6.5
.2 to be wanting, fail, Id.Cyr.6.2.37, Eq.3.8, etc.; to be inferior, Pl.R. 484d: c. gen.,τινὸς εἰς σύνεσιν Id.Amat. 136a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλείπω
-
5 σταθμός
σταθμός, ὁ (ἵστημι, vgl. στάϑμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταϑμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε, ϑόρας δ' ἐπέϑηκε, 21, 45; ϑύρας σταϑμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταϑμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταϑμοῖσιν ἐπ' οὐδοῠ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταϑμοῖσι τοῖςδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελϑε λαΐνων σταϑμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταϑμοί τε καὶ ὑπέρϑυρα, Her. 1, 179; σταϑμὰ ϑυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταϑμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταϑμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταϑμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισϑε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden ( οἰῶν) σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταϑμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταϑμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῠ σταϑμούς, I. 6, 45; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταϑμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταϑμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταϑμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταϑμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῠ σίτου σταϑμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταϑμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταϑμά; Seph. ἐφεῦρε σταϑ μῶν, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῠ σταϑμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταϑμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῠ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταϑμοῠ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυϑμὸν τοῠ ϑώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταϑμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσϑαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταϑμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταϑμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.
См. также в других словарях:
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές … Dictionary of Greek